ΑΓΙΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ
08/03/2013Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΙΔΕΡΕΑ
28/03/2013Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΚΑΙ ΕΓΩ
Ήμουν δεν ήμουν 8 χρονών, όταν ανοίξαμε το παράθυρο του σπιτιού μας. Το θέαμα ήταν καταπληκτικό. Όλη η Αθήνα ήταν άσπρη στα χιόνια. Αμέσως ο πατέρας μου βγήκε στον κήπο και γέμισε μια λεκάνη χιόνι. Την έφερε μέσα και όλοι πήραμε λίγο χιόνι και βάλαμε στο στόμα μας. Έτσι ήταν το έθιμο στην Αθήνα.
Το εσωτερικό του Σπηλαίου του Αγίου Αριστείδου |
Σε λίγο ήρθε και ο παππούς. Ο Χρήστος Συράκος. Μεγάλος ζωγράφος,. Αδελφός της γιαγιάς μου. Τότε ο πατέρας μου είπε: «Πάμε να χαρούμε τα χιόνια». Τότες κατοικούσαμε στην έπαυλη Μητσέα. Ένα νεοκλασικό σπίτι στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Ήταν θαυμάσιο. Μέσα σε ένα μεγάλο κήπο, με στέρνα, μύλο και πηγάδι. Φωτίου Πατριάρχου, Σαρανταπήχου, Αγίου Ισιδώρου και Δοξαπατρή. Ήταν κάποτε το σπίτι του Αυλάρχη του Όθωνα. Είχε ακόμα στάβλους για τα άλογα και τις άμαξες.
Αφού ντυθήκαμε καλά και οι τρεις μας, ξεκινήσαμε για να χαρούμε το χιόνι. Που αλλού; Στο Λυκαβηττό, με προορισμό την εκκλησία του Αγίου Σιδερέα. Κι ο παππούς και ο πατέρας είχανε αδυναμία. Ο δε παππούς είχε φτιάξει τις σκάλες που ανεβαίνανε τότε στο ναό. Και καμάρωνε για το έργο του.
Το χιόνι ήτανε πολύ και το έδαφος πολύ ανώμαλο. Να σκεφθεί κανείς, πως ένας καρόδρομος ερχόταν από τα νταμάρια, εκεί που είναι σήμερα το θέατρο και κατέβαζαν τα κάρα πέτρα, με χίλια βάσανα. Καρόδρομος ήταν και η σημερινή Σαρανταπήχου.
Η χαρά μου μεγάλη. Κυλιόμουν στα χιόνια και ο παππούς κι ο πατέρας όλο μου φώναζαν για να μην χτυπήσω. Όταν φθάσαμε στον Άγιο Σιδερέα ο παππούς μου λέει «μιας που ήρθαμε να σου δείξω κάτι». Η παιδική μου περιέργεια άναψε και μαζί με τον πατέρα μου ακολουθήσαμε τον παππού. Ήταν δύσκολο να ανεβούμε. Το χιόνι σκέπαζε και τα λιγοστά πατήματα που υπήρχαν. Σκαρφαλώσαμε και τελικά μπήκαμε σε ένα σπήλαιο. Τότε πετάχτηκαν φοβισμένα πολλά περιστέρια. «Μα αυτό» λέει ο πατέρας μου είναι η «σπηλιά του κόρακα. Έτσι το λένε στη γειτονιά. Είναι κάπου γραμμένο». «Όχι», λέει ο παππούς.«Δεν είναι έτσι. Ελάτε να δείτε». Προχωρήσαμε στο βάθος και σε έναν απολιθωμένο σταλακτίτη έγραφε καθαρά “Αριστείδες”. «Έλα Αριστειδάκι να δεις το όνομά σου». Η χαρά μου δεν περιγράφεται. Το θέαμα ήταν καταπληκτικό. Στο πάνω μέρος του σπηλαίου ο βράχος σχημάτιζε την εικόνα της Παναγίας. Και πράγματι, εγώ με την παιδική μου φαντασία την έβλεπα και την βλέπω ακόμα και σήμερα. Παρακάτω, ο βράχος παρουσίαζε τον Παντοκράτορα. Αυτόν που τώρα τελευταία ζωγράφισα με φύλλο χρυσού το φωτοστέφανο και τα ασημένια γένια.
«Και τώρα ελάτε να δείτε αυτό που λέτε σπηλιά του Κόρακα». Στο βράχο πάνω είναι σκαλισμένο το Σ.Κ. Αυτό το Σ.Κ. Είναι σκαλισμένο από το μεγάλο σοφό τον Αριστείδη τον Άγιο, που έζησε στα πρώτα χριστιανικά χρόνια και σημαίνει «Σωτήρ Κύριος», και ο οποίος ερχόταν εδώ και προσηύχετο . Εγώ το μικρό παιδάκι έμεινα άφωνος. Ο πατέρας ήταν όλο ερωτήσεις. Εγώ καμάρωνα που ήταν το όνομά μου.
«Πάμε τώρα να φύγουμε. Το κρύο είναι πολύ και θα αρρωστήσουμε». Φεύγοντας πέφτω κάτω και χτυπάω τη μύτη μου κι άρχισε να τρέχει αίμα. Οι σταγόνες, το αίμα πάνω στο χιόνι σχημάτιζαν μία γραμμή. Σα να μας έδειχνε το δρόμο για το σπήλαιο. Ακόμα και σήμερα άμα κλείσω τα μάτια το βλέπω. Ευτυχώς ο πατέρας μου έσφιξε το χέρι με ένα μαντήλι και σταμάτησε το αίμα.
Το θέαμα καταπληκτικό. Που να ζούσαμε στα αρχαία χρόνια, που απ’ εδώ πήγαζε ο Ηριδανός ποταμός και κατέβαινε κάτω στην κοιλάδα!
Εγώ όλο χαρά που ήταν το όνομά μου στη σπηλιά το έλεγα και το ξαναέλεγα. Το έλεγα στο καφενείο κι όπου βρισκόμουνα και καμάρωνα.
Περνούσαν τα χρόνια. Πάντα ανέβαινα να ρίξω μία ματιά να δω τι γίνεται. Ήρθε η κατοχή. Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί απαγόρευσαν να πλησιάζουμε. Μόνο στο εκκλησάκι πηγαίναμε. Εκεί μόνο, στην εκκλησία του Αγίου Σιδερέα.
Χρόνια και χρόνια περνούν. Σπουδές- σπουδές, στρατιωτικό. Θα ήμουν 25 χρονών, όταν πλέον ανεβαίνω στο σπήλαιο. Το δικό μου σπήλαιο. Μόνο τίτλους ιδιοκτησίας εν είχα. Άλλωστε ήταν το όνομά μου γραμμένο. Έτρεμα ολόκληρος. Και σας το ομολογώ. Είδα τις σταγόνες από το αίμα μου και τις ακολούθησα. Όταν πήγα μέσα κατευθείαν για το όνομά μου, κατάπληκτος κοίταξα. Ο βράχος κομμένος. Το κομμάτι αυτό που σχημάτιζε σταλακτίτη είχε αφαιρεθεί. Δυστυχώς ήταν κομμένος ο βράχος και το είχανε πάρει. Χάιδεψα με τα χέρια μου το μέρος εκείνο και έκαμα το σταυρό μου. Κάποιος Ιταλός η κάποιος Γερμανός το είχε κόψει και το πήρε. Εδώ σταματάει το ενδιαφέρον μου για το σπήλαιο.
Περνούν τα χρόνια. Δημιουργώ οικογένεια με τρία παιδιά: δύο γιους και μία κόρη. Η γυναίκα μου κι εγώ έχουμε ρίξει όλο το βάρος στις σπουδές των παιδιών. Οι παππούδες έχουνε φύγει, οι γονείς το ίδιο. Τώρα παίρνουμε σιγά-σιγά την θέση τους. Και όλα αυτά τα χρόνια της ζωής μου, ο Άγιος Αριστείδης, το σπήλαιο εξακολουθούν να είναι δικά μου.
Ο αείμνηστος Αριστείδης Περιστέρης. |
Ήταν χειμώνας του 1996. Είχα κάθε βράδυ στην σκέψη μου να τοποθετήσω την εικόνα του Αγίου
Αριστείδη στο σπήλαιο. Το λέω στον τότε ιερέα της εκκλησίας. «Εκεί;» μου λέει. «Ναι εκεί» του απαντώ. «Βεβαίως να γίνει μία αρχή να αξιοποιηθεί το σπήλαιο» Το είπα και σε άλλους. Η λέξη «σε εμπιστευόμαστε», «είσαι άξιος», μου έδωσαν δύναμη να εργαστώ. Μετά από λίγες ημέρες επισκέφθηκα το σπήλαιο. Ήξερα εγώ τουλάχιστον, ότι επί 50 χρόνια, εχρησιμοποιείτο για οποιαδήποτε χρήση . Δεν φαντάστηκα όμως ότι θα έβρισκα την κόπρο του Αυγείου και ότι άλλο φανταστεί κανείς. Μετά κάθισα και σκέφτηκα. Σκέφτηκα πολύ για να αποφασίσω. Άκουγα το «μπράβο» του ιερέα, άκουγα το «είσαι ικανός» και έτσι δεν έκανα πίσω.
Την άλλη μέρα ήρθα με δύο εργάτες και καθαρίσαμε το χώρο, που μέχρι τότε κανείς μα κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί για την καθαριότητα. Αυτό ήταν. Από τότε, επί χρόνια, δουλεύω, ζωγραφίζω και ξοδεύω με μεγάλη ικανοποίηση. Ανέτρεξα στη Γεννάδιο βιβλιοθήκη, σε εγκυκλοπαίδειες και διατριβές από τη Θεολογική Σχολή, για να πλησιάσω την αλήθεια για τον Άγιο Αριστείδη. Μέσω internet τα παιδιά μου βρήκαν την απολογία Αγίου Φιλοσόφου Αριστείδη του Αθηναίου και ότι άλλο σχετικό. Στη Συριακή γλώσσα, στην Αρμένικη και στην Αγγλική. Ήταν δύσκολο να μεταφραστεί. Αλλά τίποτε ακατόρθωτο.
Την μεταφράσαμε στα Ελληνικά. Σταμάτησα για λίγο, εξαιτίας του οικονομικού. Αλλά μετά το καλοκαίρι συνέχισα. Όλα τα παραπάνω συγκεντρώθηκαν μαζί με πρωτοχριστιανικά εκκλησιαστικά σκεύη, που άλλα φιλοτέχνησα εγώ και άλλα τα αγόρασα, συμβουλευόμενος το μουσείο Μπενάκη, το Βυζαντινό και της Πάτμου.
Ερευνώντας, πείσθηκα πως το σπήλαιο ήταν ασκητήρια και κατά πάσα πιθανότητα, ότι εκεί συνελήφθη ο άγιος Αριστείδης. Εκεί κατέφευγε και προσηύχετο. Ήταν το καταφύγιό του. Ήταν το όνομα του Αριστείδη, που δυστυχώς δεν υπάρχει. Εκεί είναι σκαλισμένο το «Σωτήρ Κύριος». Ίσως να ήταν σκαλισμένο από τα χέρια του Αγίου. Συνέχισα, ζωγράφισα ολόσωμο τον άγιο Αριστείδη. Έφερα μία κασέλα και ζωγράφισα φύλλα ορεινής αμπέλου. Μέσα στην κασέλα υπήρχε ύφασμα απομίμηση του Χιτώνα των πρώτων Χριστιανών. Έφερα ζωγραφικό τρίποδο με ροζέτα εκκλησιαστική επιχρυσωμένη και τοποθέτησα την εικόνα του Αγίου Αριστείδη, αγορασμένη από την Μπιενάλε της Βενετίας. Αυτή η εικόνα τώρα βρίσκεται μέσα στην εκκλησία των Αγίων Ισιδώρων. Κατασκεύασα βιτρίνα και τοποθέτησα όλα τα πρωτοχριστιανικά εκκλησιαστικά σκεύη. Μερικά από αυτά βρίσκονται στην βιτρίνα του γραφείου της εκκλησίας. Ζωγράφισα τη μορφή του Παντοκράτορα που σχημάτιζε ο βράχος. Έφτιαξα ένα σταυρό από κορμούς δέντρων με αγκάθινο στεφάνι. Αυτό υπάρχει ακόμα μέσα στο σπήλαιο ψηλά. Έφερα κινητό καντηλέρι, απομίμηση της Πάτμου. Δημιούργησα γωνιά ασκηταριού με διάφορα αντικείμενα χρήσης. Κορμούς δέντρων για καθίσματα, πήλινα δοχεία και κύπελλα.Ο άγιος μου έδινε δύναμη. Όταν τοποθέτησα το σιδερένιο διαχώρισμα, έβαλα κλειδαριά και λουκέτο. Είπα σε ευχαριστώ Θεέ μου. Και έγραψα σε λίθο με μία πινακίδα «Ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο βαλέτω».
Αρχιερατική Θεία Λειτουργία στο Σπήλαιο του Αγίου Αριστείδη υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Βελεστίνου κ.κ. Δαμασκηνού. |
Φεύγοντας εκείνο το βράδυ γιατί ξημεροβραδιαζόμουν εκεί, ακούω μια καμπάνα να κτυπά. Και όσο κατέβαινα δυνατότερα. Γυρίζω και μία έντονη δύναμη μου έλεγε «μία καμπάνα εδώ». Το θαύμα την άλλη μέρα. Πηγαίνω και παραγγέλνω ένα καμπανάκι που υπάρχει τώρα στο σπήλαιο. Όταν πήγα και το παρέλαβα το έφερα με ένα ταξί. Ο οδηγός αρνήθηκε να το ανεβάσει απάνω και το ακούμπησε στο δρόμο και έφυγε. Κανείς στην εκκλησία, κανείς στο δρόμο. Τότε λέγω «Άγιέ μου, δεν μπορώ να το σηκώσω και θα φύγω». Τότε μία φωνή μου λέει «το θέλω απάνω». Σκύβω και το πιάνω. Το καμπανάκι λες και είχε γίνει πούπουλο. Το σήκωσα, το ανέβασα και το πήγα στο σπήλαιο. Τότε κάνω την προσευχή μου και είπα «Άγιέ μου σε ευχαριστώ. Έγινε το θαύμα».
Το 1999 τοποθετείται μία πλακέτα που έγραφε το ιστορικό και είναι η πρώτη φορά που γίνεται λειτουργία στο σπήλαιο. Και είχα φτιάξει πλακέτες για το γεγονός. Μία πλακέτα δώρσα και στον ιερέα Δημήτριο Λουπασάκη, του οποίου το ενδιαφέρον για το σπήλαιο είναι απεριόριστο, δημιουργεί αξιόλογα έργα για την αναβάθμιση του χώρου και με λαμπρότητα και με πανηγυρικό τρόπο, τελεί Θείες Λειτουργίες που συγκεντρώνουν κόσμο, όντας ο μοναδικό χώρος λατρείας του Αγίου Αριστείδη. Έχει ιδιαίτερη ευαισθησία για τον Άγιο Αριστείδη και θυμάμαι με μεγάλη συγκίνηση, ότι μου ζήτησε κλειδιά για το σπήλαιο.
Στις 16-10-2002 κατόπιν παράκλησης του ιερέα Δημητρίου Λουπασάκη, με την εξής μικρή επιστολή μου του γράφω: «Αγαπητέ Πατέρα Δημήτριε, χαίρομαι για το ενδιαφέρον σου για το σπήλαιο του Αγίου Αριστείδη και εύχομαι όλοι μαζί να κρατήσουμε το πρωτοχριστιανικό-παλαιοχριστιανικό. Ευχαριστώ, με αγάπη, Αριστείδης».
Το ενδιαφέρον μου βέβαια δεν τελείωσε και δεν θα τελειώσει ποτέ όσο θα είμαι στη ζωή. Είναι θέμα πίστεως, θέμα αγάπης, θέμα ιστορικό, θέμα άγιο.
Ο Θεός να βοηθήσει, ο άγιος να δυναμώνει για το μεγαλείο της πίστεως. Είθε μία ημέρα η εκκλησία του Αγίου Αριστείδη να λάμψει για το καλό και την ευλογία των ανθρώπων.
Το παρόν κείμενο συνέγραψε